ρηχία

ρηχία
η отлив

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ρηχία" в других словарях:

  • ρηχία — και ρήχη, η, Ν [ρηχός] ωκεαν. το κατώτερο σημείο στο οποίο φθάνει η στάθμη τής θάλασσας κατά την παλιρροϊκή φάση τής αμπώτιδας …   Dictionary of Greek

  • ῥηχίας — ῥηχίᾱς , ῥαχία flood tide fem acc pl (ionic) ῥηχίᾱς , ῥαχία flood tide fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρήχη — η, Ν βλ. ρηχία …   Dictionary of Greek

  • ῥηχίαι — ῥαχία flood tide fem nom/voc pl (ionic) ῥηχίᾱͅ , ῥαχία flood tide fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»